προσευχητήριο(ν)

προσευχητήριο(ν)
το молельня

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προσευχητήριο(ν)" в других словарях:

  • προσευχητήριο — το, Ν προσευκτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσεύχομαι + επίθημα τήριο(ν) (πρβλ. εντευκ τήριον). Η λ., στον λόγιο τ. προσευχητήριον, μαρτυρείται από το 1890 στον Αθ. Σακελλάριο] …   Dictionary of Greek

  • προσευχητήριο — το τόπος προορισμένος για προσευχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσευκτήριος — α, ο / προσευκτήριος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το προσευκτήριο(ν) τόπος προσευχής, προσευχητήριο μσν. αρχ. κατάλληλος για προσευχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσεύχομαι + επίθημα τήριος, τήριον (πρβλ. εντευκ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»